Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Για να βλέπω σκιές,υπάρχει φως...

Ο Στέλιος βάζει μπροστά το παλιό βανάκι. Ήταν του πατέρα του. Παρατημένο στην αυλή του σπιτιού από τότε που «έφυγε». Οι ρόδες του σφηνωμένες στη λάσπη. Δεν μπορεί να το κουνήσει. Πατά το γκάζι στο τέρμα, αλλά τίποτα. Έχει κολλήσει, όπως οι δείκτες του ρολογιού, όπως όλα γύρω του…

Σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε που η κυρα-Φρόσω, η μάνα του, έτρεχε πάνω κάτω κάνοντας δουλειές. Το σπίτι μοσχομύριζε. Κι εκείνος μηχανευόταν τρόπους να μαυρίσει τα απλωμένα λευκά σεντόνια και τις δαντελένιες κουρτίνες της. Φυσικά, δεν ήταν ποτέ μόνος. Είχε και συνεργό, το Φώτη, τον κολλητό του. Καλό παιδί, αλλά πολύ κλαψιάρης! Τα βράδια ερχόταν από τα χωράφια ο πατέρας του, ο μπαρμπα-Γιάννης κι έπαιζε μαζί τους μπάλα. Καμένος και κατάκοπος, αλλά πάντα του έκανε το χατήρι. Θυμάται και τότε που είδε για πρώτη φορά την Εύα. Είχε έρθει για Πάσχα στα ξαδέρφια της. Ξανθιά, με πράσινα εκφραστικά μάτια, ροδοκόκκινα μάγουλα και λεπτά μακριά δάχτυλα. Αληθινή οπτασία… Σα να τη βλέπει μπροστά του... Για λίγα δευτερόλεπτα, η καρδιά του χτυπάει πιο δυνατά κι απ’ τις καμπάνες του χωριού. Ύστερα, η εικόνα θολώνει, η ένταση δυναμώνει και νιώθει κούραση. Κούραση από την προσπάθεια να ξεκολλήσει το βανάκι από τη λάσπη, να ξεσκονίσει τα ράφια του μυαλού, να βάλει τα πράγματα σε τάξη…

Εγκαταλείπει το βανάκι. Μάταιος κόπος. Στο ράδιο ακούει το Λιδάκη «…είπα να κόψω ένα λουλούδι κι ήρθες στο νου μου πάλι εσύ…». Οι αναμνήσεις πετάγονται σα σπόροι καλαμποκιού σε κλειστή κατσαρόλα. Έρχονται και ξανάρχονται. Δεν έχουν πού να πάνε… Η Εύα ήταν ο πρώτος του έρωτας, η αγάπη της ζωής του. Έγινε γυναίκα του και μαζί απέκτησαν ένα παιδί. Λίγους μήνες πριν, χώρισε οριστικά από την «πρωτόπλαστη αγάπη» του, όπως την έλεγε περιπαιχτικά… Όλα ανακατεμένα μέσα του, σαν τις γεύσεις του λιωμένου παγωτού. Φαντάσματα τον στοιχειώνουν νύχτα και μέρα. Δεν έχει ύπνο. Δεν έχει όρεξη για δουλειά, κουβέντα, βόλτες, επισκέψεις. Τίποτα δε θέλει. Δεν ξέρει τι θέλει… Μπαίνει στο αμάξι δίχως προορισμό. Κάτι βράδια χάνεται στους δρόμους του ποτού. Ανύπαρκτος, αποξενωμένος από την ίδια του τη ζωή, από τον κόσμο… «Έτσι όπως πας, δε γλιτώνεις τα αντικαταθλιπτικά», του είπε ένας φίλος του γιατρός.

Περπατά. Δυο βήματα παρακάτω μένει η Μαριγώ. Τη βλέπει στην αυλή. Καθαρίζει από τα χορτάρια το φυτό με τα κόκκινα άνθη. Ποτέ του δεν έμαθε πώς το λένε. Ήξερε μόνο ότι ήταν το αγαπημένο της μάνας της, που την κοιτά, όπως πάντα, από την ανοιχτή πόρτα καθισμένη στο καροτσάκι της. «Μαμά, γιατί ο καλός Θεός έφτιαξε τα χορτάρια, αφού κάνουν κακό στα φυτά;», ρώτησε κάποτε τη μάνα του. Εκείνη τον κοίταξε τρυφερά. «Στελάκο μου, ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο το καλό και το κακό, αλλά και την ευκαιρία να διαλέγει κάθε στιγμή τι θέλει. Γιατί το ένα δεν έχει νόημα δίχως το άλλο». Τότε, δεν κατάλαβε τι εννοούσε η μάνα του. Πέρασαν σαράντα χρόνια κι αναρωτιέται ακόμα…

Οι γυναίκες τον χαιρετούν θερμά. Ψελλίζει ένα βιαστικό «καλησπέρα» και προχωρά. Πιο κάτω είναι το σχολείο του χωριού. Βλέπει το Φώτη στο γήπεδο του μπάσκετ. «Στέλιο παλιόφιλε! Πάντα χάλια παίζεις;» του φωνάζει και του πετά την μπάλα. Πόσο θα’ θελε… Πάλι αυτό το αίσθημα, έτοιμος να βουλιάξει, αλλά... σαν κάτι να κινείται μέσα του. Με μια απρόβλεπτη δύναμη, πηδά τα κάγκελα, κάνει μπάσιμο και σουτάρει. Ξανά και ξανά. Μια ώρα ασταμάτητου παιχνιδιού. Τρέχει λαχανιασμένος, πηδά. Νιώθει κουρασμένος, αλλά ζωντανός, γεμάτος… Ο χρόνος αρχίζει να κυλά, η σκέψη το ίδιο... Παίρνει τηλέφωνο την Εύα και ζητά να μιλήσει στον Ορέστη. Κανονίζει να τον πάρει από το σταθμό του τρένου. Δε θέλει να χάσει ούτε λεπτό από τη ζωή του παιδιού του. Λίγες ώρες αργότερα, τον κρατά στην αγκαλιά του. Είναι παρών. Πιο πολύ από ποτέ. «Μπαμπά, θα με μάθεις  να οδηγώ;» ρωτά το αγόρι. «Ναι, θα σε μαθαίνω να κοιτάς, να βλέπεις γύρω σου και να εκτιμάς... τη σκιά και το φως, το καλό και το κακό... μέχρι να πάρεις μόνος στα χέρια σου το τιμόνι της ζωής σου!». 
 
 Ευγενία Δουβαρά

 
Η φωτογραφία είναι από τη σελίδα http://www.sharenator.com/Amazing_Shadows/#/3.html. 

1 σχόλιο:

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...