Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Συλλέκτρια στιγμών ή ζητιάνα αναμνήσεων;


Ανοίγει τα μάτια της και κοιτά το ταβάνι. Σάββατο πρωί. Επιτέλους, ρεπό. Χουζουρεύει για λίγο κι ύστερα σηκώνεται να ετοιμάσει πρωινό, αλλά σκοντάφτει πάνω σε ατέλειωτες κούτες παπουτσιών. Στην καρέκλα στοίβες ασιδέρωτων ρούχων, έτοιμων να πέσουν. Σε μια γωνιά του δωματίου τα άπλυτα της γυμναστικής. Πλένει το πρόσωπό της, σκουπίζεται και πάει στην κουζίνα. Βρίσκει τα τελευταία υπολείμματα πρωινού στο βάθος του ψυγείου. Ξεθάβει την τελευταία φέτα ψωμί του τοστ και ένα βάζο σπιτική μαρμελάδα με γεύση πορτοκάλι, της μαμάς. Απλώνει τη μαρμελάδα στο ξερό ψωμί, το δαγκώνει και χάνεται στις σκέψεις της. Μήπως πρέπει να μετακινήσει τον καναπέ; Εκεί που τον έβαλε, δε βολεύει. Της το είπε και ο Πέτρος. Μπα, δε χωράει άλλη αναβολή. Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα. Όλα θα μπουν σε τάξη. Φτάνει με την ακαταστασία. Μέχρι εκείνος να γυρίσει από τη δουλειά, θα ετοιμάσει την έκπληξη. Πιάνει ένα κουτί πλάι στο κρεβάτι με φωτογραφίες, ευχετήριες κάρτες, αφιερώσεις και μικροδωράκια. Τα μάτια της πέφτουν πάνω σε ένα παλιό εισιτήριο του μετρό. Διαβάζει την ημερομηνία "28 Ιουλίου 2013" και θυμάται σαν τώρα τι έγινε πριν δυο χρόνια...




«Μήπως έχετε ένα εισιτήριο;». Στέκει πίσω από τα εκδοτήρια του σταθμού κρατώντας το ποδήλατό του. Είναι γύρω στα εικοσιπέντε με εικοσιεφτά. Ρωτάει μόνο μια φορά και περιμένει υπομονετικά. Εκείνη γυρνά προς το μέρος του. Δεν έχει ξαναδεί άνθρωπο να χαμογελά, καθώς ζητά εισιτήριο. Συνήθως είναι μουτζούφληδες και κοιτούν χαμηλά. Αυτός διαφέρει. Της κάνει εντύπωση και τον πλησιάζει διστακτικά για να του δώσει το εισιτήριό της. Της είναι άχρηστο πια. «Ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ πολύ!» λέει καθώς της χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο ευγνωμοσύνης. «Να’ σαι καλά», του απαντάει εκείνη λίγο ντροπαλά. Κάνει ένα βήμα μπροστά. «Πάω Μοναστηράκι», της ξαναλέει αποφασιστικά σε μια ύστατη προσπάθεια να τη σταματήσει. «Εγώ μόλις γύρισα από εκεί», προσθέτει εκείνη. Ο νεαρός την ακολουθεί προς την έξοδο του σταθμού. «Και, αν επιτρέπεται, προς τα πού πας;». «Κάπου εδώ κοντά», του λέει κι ένας ήλιος φωτίζει το πρόσωπό της. «Κάπου εδώ κοντά», επαναλαμβάνει χαϊδεύοντας τη σέλα του. Είναι αντίθετα από τη δική του κατεύθυνση, αλλά δεν πτοείται. «Εντάξει, ανέβα! Θα σε πάμε!», της προτείνει αυθόρμητα. «Ε…να μη σε βάζω σε κόπο», αρνείται εκείνη ευγενικά. Την ίδια ώρα τινάζει με χάρη τα μακριά της μαλλιά προς τα πίσω, ενώ ολόκληρο το κορμί της φωνάζει ναι. «Θα είναι χαρά μας να συνοδεύσουμε μια τόσο γοητευτική δεσποινίδα», επιμένει. «Μπορώ;» ρωτάει και επιχειρεί με δισταγμό να πάρει από τα χέρια της τις τσάντες που κουβαλά. 

Μέσα της γίνεται μια πάλη. Τα πρέπει με τα θέλω της κονταροχτυπιούνται. Τα θέλω είναι αποδεκατισμένα από προηγούμενες μάχες. Όμως, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό βρίσκουν ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του άγνωστου άντρα. Δέχεται τη βοήθειά του. Αυτός ο μελαχρινός νέος, μοιράζεται το βάρος της, ένα βάρος που για καιρό έπεφτε πάνω στους ώμους της και την έκανε να βουλιάζει όλο και περισσότερο. Πάνε τρία χρόνια που χώρισε με το Στράτο. Έκλαψε πολύ για αυτή τη σχέση. Κι όσο δεν έβαζε τέλος στον πόνο, άλλο τόσο δεν έκανε νέα αρχή. Κι όσο έπαιζε τα σενάρια στο μυαλό της, τόσο κινούνταν στο χάος, έχανε τον προσανατολισμό της. Έκλαιγε για τα περασμένα, για τα χαμένα χρόνια. Έκλαιγε, γιατί ήξερε ότι ζούσε μόνο με αναμνήσεις, ότι τρεφόταν από αυτές.




Θυμάται το επόμενο λεπτό ο ζεστός αέρας να την χτυπάει απαλά στο πρόσωπο. Απόγευμα. Το χρώμα του ουρανού είναι υπέροχο. Το αγαπημένο της! Μια παλέτα με τις πιο όμορφες πινελιές, με τεράστια ποικιλία αποχρώσεων του ροζ, του μωβ, του κόκκινου και του πορτοκαλί. Όσο τις χαζεύει, νιώθει την έκρηξη των αισθήσεων να πλημμυρίζει κάθε σπιθαμή του σώματός της και να ταράζει το είναι της. Νιώθει ότι το έξω και το μέσα της συντονίζονται μοναδικά και αρμονικά. Νιώθει ότι βρίσκεται εκεί που θέλει να βρίσκεται. Μετά από αρκετό καιρό ζει το παρόν, γιατί το παρόν αυτό είναι πιο γλυκό και όμορφο από το παρελθόν και την κερδίζει. Αφήνεται να την οδηγεί, να την πηγαίνει μπροστά. Αφήνεται στη στιγμή. Αγκαλιάζει με αμηχανία τον άγνωστο άντρα πάνω στο ποδήλατο. Ίσως να είναι αυτή η ευγένεια στο πρόσωπό του, το αυθεντικό χαμόγελο, η οικειότητα, που την κάνουν να ονειρεύεται ξανά, να πατάει πιο σταθερά  στη γη και ταυτόχρονα να πετάει. Όλα αυτά μαζί...

Δυο ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τον γνώρισε. Μπήκε στη ζωή της για τα καλά ο Πέτρος. Ήρθε για να μείνει. Το ήξερε από εκείνη τη στιγμή στο μετρό, που άκουσε τη φωνή του. Έμοιαζε με κάλεσμα σε ένα νέο τρόπο, σε έναν καινούριο κόσμο, τόσο παράξενα οικείο και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικό. Δεν ήταν ζητιάνος. Ποτέ. Ήταν πολύ πλούσιος για να ζητιανεύει. Πλούσιος σε αισθήματα, πλούσιος σε αποθέματα ψυχής. Ο Πέτρος της έδωσε το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής της και από τότε το έκλεισε βαθιά μέσα της. Ορκίστηκε να είναι συλλέκτρια στιγμών, όχι ζητιάνα αναμνήσεων! Συλλέκτρια στιγμών και μάλιστα αυτών που διαρκούν για πάντα! Και κάθε μέρα που περνάει, ανανεώνει τον όρκο της στο πλευρό του. 


Ευγενία Δουβαρά


Οι φωτογραφίες είναι από την ιστοσελίδα http://paranoia--7.deviantart.com/art/Memories-102427228 και την ιστοσελίδα http://blog.chartwell.com/retirement-living-options/chartwell-deerview-crossing-preserves-memories-with-time-capsule/. 

2 σχόλια:

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...