Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Τα καλύτερα όνειρα είναι αυτά που ζούμε

Η Χριστίνα στριφογυρνά σα δαιμονισμένη στο κρεβάτι της. Βλέπει ένα κακό όνειρο. Τι εφιάλτης! Ζούσε σε ένα γυάλινο μπουκαλάκι. Ο αέρας λειψός, οι κινήσεις περιορισμένες, οι αισθήσεις νεκρωμένες. Πώς βρέθηκε εκεί, ούτε που κατάλαβε. Ποιος και τι την οδήγησε να μπει σε αυτό το αποστειρωμένο περιβάλλον, άγνωστο. Πάντα της έλεγαν ότι δεν μπορεί μόνη της να επιβιώσει, δεν έχει δικαίωμα στην ευτυχία, στη ζωή. Της μιλούσαν για την υποχρέωση, για το καθήκον. Και αυτά της τα έμαθαν καλά. Την εκπαίδευσαν να χρειάζεται στηρίγματα. Της πούλησαν παραμύθι κι εκείνη το’χαψε. Κάτι λίγες φορές τόλμησε να το αμφισβητήσει, αλλά στο τέλος κατέβαζε το κεφάλι μετανιωμένη κι ένιωθε ακόμα πιο μόνη κι αδύναμη.
 
Ώσπου μια μέρα, ήρθε κι έκατσε πάνω στο μπουκαλάκι της μια πεταλούδα. Ήταν πολύχρωμη. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πλάσμα. Τι ομορφιά! Τι χάρη! Θα’ θελε για ένα λεπτό να μπορούσε να πάρει τη θέση της. Να μπορούσε να βγει έξω από το μπουκαλάκι της, από τη γυάλινη φυλακή της. Έριξε μια ματιά γύρω της. Έβλεπε πέτρες και άμμο. Έπιασε λίγη άμμο, την περιεργάστηκε στα δάχτυλα, την έκλεισε στην παλάμη της κι άρχισε να παίζει, να γράφει, να δίνει σχήμα. Και τότε ένιωσε μόνη. Δεν είχε κάποιον να μοιραστεί το παιχνίδι της. Βούρκωσε. Ύστερα, πρόσεξε το παλιό σιδερένιο κλειδί που φορούσε για χρόνια στο λαιμό της. Πόσο σκουριασμένο ήταν! Σαν τις άγκυρες και τα φινιστρίνια που διαβρώνονται από την αλμύρα της θάλασσας. Ποτέ της δεν έμαθε τι κάνει αυτό το κλειδί, ποια πόρτα ανοίγει. Το είχε πάνω της από τότε που μπορούσε να θυμηθεί τον εαυτό της κι όμως, ποτέ της δεν αναρωτήθηκε πού χρησιμεύει.  Άραγε να μπαίνει σε κλειδαριά αρχοντικού, αποθήκης, εκκλησιάς, χαμόσπιτου, εξοχικού; Τι από όλα αυτά; Χάζευε το κλειδί, αλλά μάταια… τα κλειδιά δε μιλάνε και δεν είχε κάποιον να μοιραστεί την απορία της. Μαράζωνε. Κι όσο μαράζωνε, τόσο βούλιαζε μέσα στην άμμο. Ξαφνικά, κάτι ένιωσε στο δεξί της πόδι. Τρόμαξε προς στιγμήν, μα κινήθηκε ακαριαία. Με επιδέξιες κινήσεις έπιασε αυτό το κάτι και το τράβηξε με προσοχή. Έκπληκτη, αντίκρισε ένα χαρτί τυλιγμένο με σκοινί. Το άνοιξε βιαστικά και τι να δει… ένα μήνυμα γραμμένο επάνω στο χαρτί «Η ζωή είναι ωραία». Χαμογέλασε μελαγχολικά. Το είχε αντιγράψει από ένα βιβλίο πριν από πολλά πολλά χρόνια.

Τώρα, το μπουκαλάκι φάνταζε ασφυκτικά μικρό. Το σπίτι της ήταν υπερβολικά στενό, τα πράγματα στριμωγμένα κι εκείνη ένιωθε όλο και πιο μικρή, πιο τιποτένια. Διάβασε το μήνυμα ξανά και ξανά. Δε χόρταινε να το διαβάζει. Τα μάτια της έλαμψαν. Άρχισε να καταλαβαίνει… το μήνυμα έλεγε για τη ζωή. Για ποια ζωή; Η δική της ζωή ήταν αποκόμματα από εφημερίδες, χαρτάκια με στίχους από τραγούδια και ποιήματα, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μια στοίβα καταπιεσμένες επιθυμίες. Όλα αυτά ήταν η ζωή της, η φυλακή της. Και τότε θυμήθηκε την πεταλούδα. «Τι της ήρθε κι έκατσε εδώ; Γιατί; Θέλω κι εγώ να ανοίξω τα φτερά μου και να πετάξω. Θέλω να πάω παντού. Πάνω, κάτω, κοντά, μακριά, πέρα από τον ορίζοντα. Θέλω να ζήσω!». Το πήρε απόφαση σε μια στιγμή. Θα έφευγε. Θα τα άφηνε όλα εκεί. Πίσω της. Έβγαλε το κλειδί από το λαιμό για πρώτη φορά. Το πήρε στα χέρια της. Έτρεμε. Διστακτικά δοκίμασε να το βάλει στην πόρτα. Κατακλύστηκε από τρομερό άγχος, αλλά μια αόρατη δύναμη την ωθούσε. Έδωσε μια δυνατή σπρωξιά στην πόρτα κι εκείνη άνοιξε. Αυτό ήταν! Ήταν για αυτήν! Από αυτό το όνειρο δεν ήθελε να ξυπνήσει ποτέ. Η’ μάλλον όχι! Ανοίγει τα μάτια. Αναπνέει γρήγορα και βαθιά. «Τα καλύτερα όνειρα είναι αυτά που ζούμε», σκέφτεται. Έτσι αρχίζει η πρώτη πράξη του έργου της ζωής της.
 
Ευγενία Δουβαρά
 
Στη φωτογραφία απεικονίζεται η δημιουργία ενός ταλαντούχου νέου.

1 σχόλιο:

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...