Έχει μια ώρα για να ετοιμαστεί.
Το μακρύ φόρεμα κρέμεται από το χερούλι της ντουλάπας κι εκείνη στέκει κάθε
δυο λεπτά και το θαυμάζει. Πλησιάζει κι αγγίζει το μεταξένιο ύφασμά του. Ανυπομονεί
για τη στιγμή που θα γίνει ένα με το κορμί, το δέρμα της. Σήμερα το πρόγραμμα
έχει ταινία. Στολίζεται, κλειδώνει και μπαίνει στο αυτοκίνητο. Η διαδρομή
γνωστή, παρόμοια με αυτή που κάνει κάθε μέρα για τη δουλειά.
Φτάνει στον κινηματογράφο. Θερινός, με πολλά φωτάκια στολισμένη κάθε του γωνιά. Της δημιουργεί ένα αίσθημα οικειότητας. Μάλλον θα φταίει που είναι Αύγουστος και λίγοι έχουν μείνει στην Αθήνα, γιατί είναι σχεδόν άδειος. Κάθεται κάπου στη μέση, κοντά σε ένα τραπεζάκι για να ακουμπήσει το χυμό της. «Αριάδνη, εδώ!», ακούει μια φωνή από μακριά. Στην άλλη άκρη, ένας άντρας κουνά τα χέρια του και κοιτά προς την είσοδο. Μια νεαρή γυναίκα του γνέφει και χαμογελά. Γλυκιά σκηνή στο έργο της ζωής.
Φτάνει στον κινηματογράφο. Θερινός, με πολλά φωτάκια στολισμένη κάθε του γωνιά. Της δημιουργεί ένα αίσθημα οικειότητας. Μάλλον θα φταίει που είναι Αύγουστος και λίγοι έχουν μείνει στην Αθήνα, γιατί είναι σχεδόν άδειος. Κάθεται κάπου στη μέση, κοντά σε ένα τραπεζάκι για να ακουμπήσει το χυμό της. «Αριάδνη, εδώ!», ακούει μια φωνή από μακριά. Στην άλλη άκρη, ένας άντρας κουνά τα χέρια του και κοιτά προς την είσοδο. Μια νεαρή γυναίκα του γνέφει και χαμογελά. Γλυκιά σκηνή στο έργο της ζωής.
«Μα, πού είναι ο Μάνος;»,
σκέφτεται κι ένα γκρίζο σύννεφο σκεπάζει τα κόκκινα χείλη της. Ρουφά με αγωνία
το χυμό της και χαζεύει αμήχανα τριγύρω. Της πρότεινε να δουν την
ταινία κι εκείνη από τη βιασύνη της, δε ρώτησε τίποτα. Μόνο που η ώρα περνά κι
εκείνος δε φαίνεται πουθενά.
Τα φώτα χαμηλώνουν και πέφτουν οι
διαφημίσεις. Ξαφνικά, νιώθει κρύο. Οι ώμοι της είναι γυμνοί και το σάλι της σέρνεται
στα χαλίκια. Το μαζεύει αγχωμένη και σκεπάζεται. Προσπαθεί να συγκεντρωθεί.
Κοιτά την άδεια θέση δίπλα της. Αυτή που κράτησε για εκείνον…
Το έργο ξεκινά. Κάτι της θυμίζει.
Σα να το έχει ξαναδεί. Ναι, αυτό είναι! Το ίδιο έργο που πρωτοείδε πριν πολλά
χρόνια. Τότε, ανυπομονούσε τόσο, που είχε στηθεί από νωρίς στην ουρά για να
αγοράσει εισιτήρια για όλη την παρέα. Κι ύστερα, το αγόρασε σε DVD και το έβαζε τις κρύες
νύχτες του χειμώνα. Το έβλεπε σίγουρα μια φορά το μήνα. Ξανά και ξανά, από την
αρχή, χωρίς ανάσα. Πάντα με παρέα. Το είδε με την Ελπίδα, με το Θοδωρή, την
Αφροδίτη. Το είδε και με το Γιώργο, τη Δήμητρα, το Φώτη. Το ίδιο έργο, ξανά και
ξανά. Και κάθε φορά εκστασιαζόταν τόσο πολύ, όσο την πρώτη. Κάθε φορά δεν ήξερε
το τέλος. Σα να ήταν όλα πιθανά. Σα να μπορούσε να αλλάξει το σενάριο, να
παρέμβει ο σκηνοθέτης. Κι έμπαινε στην εικονική πραγματικότητα, γινόταν μέρος
του. Αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα. Για κάποιο παράξενο λόγο, το έβλεπε με όποιον
έβαζε στην καρδιά της. Με όποιον αποφάσιζε να του δώσει τα κλειδιά. Και τώρα, ήταν
να δει το έργο αυτό με το Μάνο.
Δεν το είδε. Δεν το είδε μαζί
του. Ο Μάνος δεν ήρθε ποτέ στον κινηματογράφο. Εκείνη μένει να βλέπει το έργο
μόνη. Πρώτη φορά, μόνη. Μόνη με τον εαυτό της. Με τους μεγαλύτερους φόβους της,
τις ερινύες, τους τρόμους, τις ανέλπιστες εκπλήξεις, τους έρωτες και τα όνειρά της.
Μοιράζεται με τον εαυτό της κάθε συγκίνηση, κάθε σκίρτημα κι αίσθημα, κάθε
στιγμή. Νιώθει το σώμα της. Τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω. Βιώνει την
πραγματικότητά του.
Γυρνά στο σπίτι, ξαπλώνει δίπλα στο
αναμμένο τζάκι και γράφει:
«Πόσες φορές στο ίδιο έργο θεατές, σα να μην
ξέρουμε το τέλος. Σήμερα, ξαναείδα την ταινία της ζωής μου κι έβλεπα με
ευχαρίστηση, όχι από αδυναμία».
Γέρνει πάνω στο νοτισμένο μαξιλάρι και κλείνει τα
μάτια. Ονειρεύεται…
Ευγενία Δουβαρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου