Βαριέμαι. Βαριέμαι εύκολα, πολύ
εύκολα. Βαριέμαι τη γειτονιά μου, το σπίτι μου, το δωμάτιό μου, το φυτό στο περβάζι
μου, το κάδρο στον τοίχο μου, το σκύλο μου. Βαριέμαι όλα τα «μου», τα δικά μου.
Τώρα που το καλοσκέφτομαι, βαριέμαι τον εαυτό μου.
Αγόρασα ένα φυτό, διάβασα για
αυτό, το πότισα, το ψέκασα, του έριξα φάρμακο κι όταν είχα μεγάλα κέφια, του
μίλαγα. Πείτε με τρελή, αλλά μετρούσα τα φύλλα και τα μπουμπούκια του και
περίμενα με αγωνία να ανθίσει. Και μια μέρα άνθισε, έτσι απλά και όμορφα. Το
χάζευα, το φωτογράφιζα, το χάιδευα απαλά και το θαύμαζα. Σχεδόν δάκρυσα με το
μικρό θαύμα της ζωής που είχε τελεστεί μπρος στα μάτια μου. Μιλούσα στη φίλη
μου με καμάρι για το φυτό μου, παινευόμουν για τις κηπουρικές μου ικανότητες
και πάει λέγοντας. Την επόμενη βδομάδα περνούσα δίπλα του, έριχνα κλεφτές
ματιές στα άνθη του και χαμογελούσα. Μετά από ένα μήνα σκεφτόμουν ότι ξέχασα
να το ποτίσω. Πέρασαν ακόμα δυο μήνες και το σκούντηξα κατά λάθος. Μεμιάς, ένα στρώμα από άνθη σκέπασε το χώμα του. Είχα αφήσει το πότισμα, το ψέκασμα, τα γλυκόλογα και όπως είναι φυσικό,
άφηνε κι εκείνο αργά και βασανιστικά την τελευταία του πνοή. Τόσο απλά... Τώρα στέκομαι πάλι και το κοιτώ. Μόνο που αυτή τη φορά κάτι
έχει αλλάξει. Δεν παινεύομαι, δεν καμαρώνω, δε χαίρομαι, παρά σκέφτομαι πόσο
χάλια είναι. Θυμώνω. Μα, πόσο άχρηστη είμαι! Και μου το’ λεγε η μάνα μου, «τι
το θες το φυτό, αφού ξέρεις ότι θα μαραθεί κι αυτό όπως όλα τα προηγούμενα;»…
Όσο το αφήνω, με αφήνει. Μαραίνεται και μαραίνομαι.
Βαρέθηκα και το σκυλί μου. Στην
αρχή, το πήγαινα βόλτα, το τάιζα, το έκανα μπάνιο, του μίλαγα, το εκπαίδευα και
έπαιζα μαζί του. Τον πρώτο μήνα ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι και λάτρευα τη
στιγμή που έπεφτε με όλη τη φόρα πάνω μου και με έγλυφε στο πρόσωπο. Το σκυλί
ήταν ο λόγος που έβγαινα βόλτα και περπατούσα, ειδικά αφότου σταμάτησα το
γυμναστήριο. Μετά από κάποιους μήνες κι ενώ ο φόρτος δουλειάς μου αυξήθηκε, η
βόλτα μας άρχισε να μικραίνει σε διάρκεια, γιατί προείχε κάτι άλλο, όπως η
ξεκούρασή μου και οι δουλειές του σπιτιού. Περιέργως, παρά τις περικοπές, ένιωθα τρομερή
κούραση συνέχεια και το σπίτι όλο ήταν άνω κάτω. Ήρθε η μέρα που σταματήσαμε
να βγαίνουμε. Δε βγήκαμε ούτε την επόμενη μέρα, ούτε τη
μεθεπόμενη και δεν έχουμε ξαναβγεί μέχρι σήμερα. Και κάθε απόγευμα εκείνο βάζει τη
μουσούδα του πάνω στον καναπέ δίπλα μου, ενώ σερφάρω στο διαδίκτυο, σα
να μου λέει «Ξεκόλλα και πήγαινέ με βόλτα!». Κι εγώ, χωρίς να ντραπώ, συνεχίζω
αυτό που κάνω. Κι όσο επιμένει να φέρνει το αγαπημένο του παιχνίδι, τόσο εγώ του
βάζω τις φωνές. Άσε που του
έκοψα τα παιχνίδια μέσα στο σπίτι και του απαγόρευσα να ανεβαίνει στον καναπέ,
γιατί λερώνει. Παλιά, όταν έβρισκα τις τρύπιες
κάλτσες μου πίσω από την πολυθρόνα του σαλονιού, του τις έβρεχα στον ποπό με
εφημερίδα. Τώρα κυκλοφορούμε στο ίδιο σπίτι σαν ξένοι. Περπατάμε. Δεν τρέχουμε.
Η’ καλύτερα, σέρνουμε τα κορμιά μας. Χωρίς συν-κινήσεις. Μα, για σταθείτε ένα λεπτό. Κάτι
ακούω από την κουζίνα. Πάω να δω…
Την επόμενη μέρα
Ο σκύλος μου ήταν. Τον βρήκα να
στέκει λαχανιασμένος πλάι στο πεσμένο φυτό. Με κοίταξε για λίγο με τη μαύρη μούρη του και ξαφνικά, άρχισε να τρέχει κατά πάνω μου. Μέσα σε δευτερόλεπτα είχαμε γίνει μια μπάλα, που κυλούσε αφήνοντας μικρές και
μεγάλες μαύρες πιτσιλιές, όπου ακούμπαγε. Όσο τον έσπρωχνα μακριά, τόσο εκείνος
ορμούσε, ξανά και ξανά. Γάβγιζε δυνατά και κουνούσε χαρούμενος την
ουρά του. Είχα ξεχάσει πώς ήταν το γάβγισμά του… Σταμάτησα λαχανιασμένη και εντελώς αναπάντεχα, έβαλα τα γέλια! Με κοιτούσε με απορία όση ώρα γέλαγα με την ψυχή μου. Ύστερα, με ένα σάλτο ξαναγίναμε μπάλα και κυλούσαμε σε όλο το σπίτι. Κυλούσαμε
μέχρι που τα πασαλείψαμε όλα και παραδώσαμε το πνεύμα μας. Δεν μπορούσα να σύρω
ούτε ένα εκατοστό το κορμί μου και αποκοιμήθηκα με μαξιλάρι τη μαλακή γούνα
του. Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τα γρυλίσματά του. Καθώς το βλέμμα μου
πλανιόταν ολόγυρα, στα χωμάτινα σημάδια που στόλιζαν τοίχους, πάτωμα και
έπιπλα, τα είδα όλα πιο καθαρά από ποτέ. Δε με ένοιαζε το σπασμένο κλαδί του
φυτού και το βρώμικο πάτωμα. Με ένοιαζε που έπληττα θανάσιμα κι
αφέθηκα σε ένα θάνατο αργό και ύπουλο, που με έτρωγε από μέσα, σαν καθαρτικό.
Ένα μήνα μετά
Το φυτό ήταν τέλειο δώρο για τη
μάνα μου. Τα λουλούδια είναι η μεγάλη της αγάπη, ειδικά τα ταλαιπωρημένα. Εγώ,
από την άλλη, προτιμώ τα βότανα και τα μυρωδικά. Λατρεύω να τα χρησιμοποιώ στην
κουζίνα μου. Τώρα στο περβάζι μου
προβάλλει περήφανη η μέντα μου και συναγωνίζεται το μαϊντανό μου. Έτσι κι εγώ,
κάθε μέρα που περνάει συναγωνίζομαι τον εαυτό μου. Κατάλαβα τι μου φταίει. Κατάλαβα πως ό,τι
παρατάς, σε παρατάει. Ό,τι αφήνεις, σε αφήνει. Βρήκα την απάντηση στην πλήξη μου. Βρήκα πώς θα μπορώ να βλέπω το θαύμα της ζωής, θα γεύομαι τους καρπούς της και θα βιώνω την ομορφιά της, κάθε μέρα που περνάει. Βρήκα πώς θα σκοτώνω τα ζιζάνια της σκέψης μου, θα στηρίζομαι καλύτερα και θα εξαπλώνομαι, όπως οι ρίζες του φυτού και οι τούμπες του σκύλου μου. Βρήκα πώς θα απαλύνω τον πιο μεγάλο πόνο μου. Βρήκα τις αγκαλιές, τα χάδια και τα τρυφερά βλέμματα. Βρήκα την απάντησή μου στην πλήξη. Βρήκα...την αγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου