«Αγαπώ το σαλιγκάρι, την υπομονή του,
καθώς προχωρά παρά τα εμπόδια που συναντά», μου έλεγε καθώς σκάλιζε τα μαρούλια
του κήπου.
«Αγαπώ τα πουλιά, την ελευθερία που
έχουν να κινούνται από κλαδί σε κλαδί και από τόπο σε τόπο», μου έλεγε καθώς
περπατάγαμε ανάμεσα στα δέντρα του πάρκου.
«Αγαπώ το μυρμήγκι, την
εργατικότητά του», μου έλεγε καθώς παρατηρούσαμε τις μικρές τρύπες στο κτήμα.
«Αγαπώ το σκοτάδι, γιατί όταν
πέφτει μπορώ να μετρήσω τα άστρα», μου έλεγε τα καλοκαιρινά βράδια που χαζεύαμε
τον ουρανό.
«Αγαπώ τους ήχους της νύχτας,
γιατί μου κάνουν παρέα όταν κανένας δεν είναι κοντά», μου έλεγε από την
κουνιστή πολυθρόνα του.
«Αγαπώ τη μυρωδιά της βροχής,
γιατί μαρτυρά την ανακούφιση της διψασμένης γης», μου έλεγε τα φθινοπωρινά
απογεύματα που περνάγαμε στη βεράντα.
«Αγαπώ τα χρώματα των λουλουδιών,
γιατί μου θυμίζουν το ξεχωριστό της κάθε ύπαρξης», μου έλεγε καθώς πότιζε τις γλάστρες.
«Αγαπώ τη μητέρα σου, γιατί είναι
το αλατοπίπερο της ζωής μου», μου έλεγε καθώς τη χάζευε να μαγειρεύει και μου
έκλεινε το μάτι.
Αυτά σκεφτόμουν καθώς περίμενα
στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Τα μάτια μου καρφωμένα στην πόρτα που
οδηγούσε σε εκείνον. Μόλις είδα τη μητέρα μου να ξεπροβάλλει, τινάχτηκα. Πέρασα
δίπλα της χωρίς να την κοιτάξω. Δεν άντεχα. Πήρα τη σκυτάλη. Ήταν σειρά μου να
τον αποχαιρετήσω. Δεν ήμουν έτοιμος, αλλά δε θα ήμουν και ποτέ. Μπήκα στο λευκό
δωμάτιο και περπάτησα με αργό βήμα προς το μέρος του. Μια ύστατη προσπάθεια να
κερδίσω λίγο χρόνο κοντά του. Έπιασα το ροζιασμένο του χέρι. «Κώστα μου», τον
άκουσα να λέει με αδύναμη φωνή. «Μπαμπά, μη φύγεις» ψιθύρισα με σπασμένη φωνή.
«Κώστα μου…», μου είπε και το βλέμμα του κινήθηκε για λίγο επάνω
μου με καμάρι. «Μπαμπά, μη μιλάς. Όχι τώρα». Εκείνος, όμως, συνέχισε κι εγώ για
πρώτη φορά σε όλη μου τη ζωή δεν τον διέκοψα. «Η αγάπη είναι νήμα, αόρατο
σκοινί, που μας συνδέει για πάντα. Μας συνδέει με τον κόσμο, με τους γύρω μας
και με τον εαυτό μας». Έβηξε δυνατά. «Η αγάπη μετασχηματίζει, δίνει νόημα στη
ζωή μας. Η αγάπη είναι μέσα μας, Κώστα μου. Μεγαλώνει, καθώς ενώνουμε τα κομμάτια
μας. Συγχώρα με που φεύγω. Σε αγαπώ για πάντα. Ένα θέλω να θυμάσαι, παιδί μου.
Όταν αγαπάς, δεν αγαπάς κομμάτια». Έκανε νεύμα να σκύψω. Μου έδωσε ένα ζεστό
φιλί στο μέτωπο κι ύστερα έκλεισε τα μάτια. Δεν πρόλαβα να του απαντήσω. Δεν
έχει σημασία.
Μπαμπά, σε αγαπώ. Και όταν αγαπώ,
δεν αγαπώ κομμάτια…
Ευγενία Δουβαρά
Αφιερωμένο σε όλους όσους μας μαθαίνουν
την αγάπη και μας κάνουν πιο ανθρώπινους.
Η φωτογραφία είναι έργο του John Koch του 1955 με τίτλο "Father and son".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου