Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Υποβρύχιο βανίλια

Ήταν ένα φθινοπωρινό δειλινό, όταν την έπιασε μια από τις γνωστές υπογλυκαιμίες της. Έτρεξε απελπισμένη στο κοντινότερο ζαχαροπλαστείο. Τον είδε να στέκει στο φόντο μιας σειράς λαχταριστών γλυκών. Κοντοστάθηκε.


Μπακλαβάδες, κανταΐφια, πορτοκαλόπιτες... Τίποτα σαν τη φωνή του. Την ταξίδευε στο μαγικό κόσμο των ζαχαρωτών, τη γυρνούσε στις απολαύσεις της παιδικής της ηλικίας. Κι όσο της μιλούσε, η καρδιά της λίγωνε από την αλήθεια του, ζεσταινόταν από την καλοσύνη της ύπαρξής του. Μια πρωτόγνωρη οικειότητα… Δεν μπορούσε να τον αντικρίσει, μόνο κοιτούσε με δήθεν ενδιαφέρον τη βιτρίνα. Ένα ρίγος τη διαπερνούσε ολόκληρη, κάθε φορά που της έριχνε μια ματιά. Δεν άντεξε πολύ. Ψέλλισε ένα γρήγορο ευχαριστώ κι έκανε να φύγει. Στη βιασύνη της γκρέμισε ένα βουνό σοκολατάκια στοιβαγμένα στο διπλανό τραπέζι. Τι ντροπή…

Δε γύρισε σπίτι. Πήρε τους δρόμους. Στο χέρι κρατούσε το σαραγλί που της είχε προσφέρει. Μετά από αρκετές βόλτες και μπόλικη αναποφασιστικότητα ενέδωσε. Χρωμάτισε τον ουρανίσκο της. Πότε θα τον ξανάβλεπε, πότε θα τον ξανάκουγε; Εκείνος κόκκινη πινελιά σε ασπρόμαυρο πίνακα. Ό,τι ονειρεύτηκε έμεινε εκεί, σκέψεις σφηνωμένες στα τετραγωνάκια του μυαλού. Σκηνές που παίχτηκαν ξανά και ξανά στο βουβό κινηματογράφο του νου της. Λαχταρούσε να ξαναβρεθεί κοντά του! Όμως, την ίδια ώρα, στραβοκοίταζε τον εαυτό της. Και τι έβλεπε… μόνο ατέλειες κι ελαττώματα. Παλιές πληγές στην ψυχή και το κορμί της, που την έπνιγαν, της στερούσαν τη χαρά. Κι όσο τις κάλυπτε, εκείνες ορθώνονταν πιο μεγάλες. Κι όσο τις φοβόταν, εκείνες άνοιγαν ρήγματα στη στεριά της.

«Δήμητρα, κάνε υπομονή. Το καλοκαίρι θα βρεις τον άντρα των ονείρων σου», της έλεγε η Μπέτυ καθησυχαστικά. «Δηλαδή ο έρωτας έρχεται ανάλογα την εποχή;». Όχι, δεν της αρκούσε. Δεν μπορούσε να περιμένει να βγει ο ήλιος. Ήθελε το φως του έρωτα να μπει και να σαρώσει τη ζωή της. Σήμερα! Τώρα! Στην αρχή, να τρυπώσει από μια μικρή χαραμάδα, διακριτικά και τρυφερά κι ύστερα να την κατακλύσει, να την απογειώσει. Έτσι ήθελε να γίνει.

Ο καιρός πέρασε σα νερό. Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Έφτασε αργοπορημένη στο πάρτι. Στάθηκε πάνω στα χρυσά πέδιλα, ίσιωσε το μακρύ μαύρο φόρεμα και μπήκε αποφασιστικά. Μόνη της. Παρέα με τις ατέλειές της κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Δεν την ένοιαζε πια. Χαιρέτισε και στάθηκε κοντά στο τζάκι. Κάπου εκεί, μέσα στο άγνωστο πλήθος, πίσω από τα πολύχρωμα φωτάκια, ένα ζευγάρι σοκολατένια μάτια συναντήθηκαν στον αέρα με τα δικά της. Του χαμογέλασε. Από τα ηχεία ακουγόταν το “What if” των Coldplay, που κάπου λένε «…how can you know it, when you don’t even try…». Την πλησίασε με ένα πιάτο. Έκλεισε τα μάτια της. Γεύτηκε. Μια δόση γοητείας, μια πρέζα επιθυμίας, μια κουταλιά αλήθειας, βουτηγμένες σε σιρόπι παιδικότητας, πασπαλισμένες με τρούφα μαγείας! Υποβρύχιο βανίλια…


Ευγενία Δουβαρά






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...