Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Ένας κούκος την παραμονή Πρωτοχρονιάς!

Κάθεται στον αναπαυτικό καναπέ του στολισμένου σαλονιού. Μένουν ελάχιστα λεπτά μέχρι τον ερχομό του. Η καρδιά της χτυπάει στο στέρνο της τόσο δυνατά, που κοντεύει να πεταχτεί έξω και να τρέξει μαραθώνιο. Σηκώνεται και εξετάζει για τελευταία φορά το πλούσιο σε εδέσματα τραπέζι, το αναμμένο τζάκι. Όλα είναι έτοιμα... 

Τα μάτια της πέφτουν στο μισάνοιχτο συρτάρι του κομού. Από εκεί έβγαλε το τραπεζομάντηλο που έστρωσε, αλλά δεν έκλεισε καλά, γιατί κάπου φράκαρε. Πλησιάζει και ψάχνει. Είναι το άλμπουμ των φωτογραφιών. Το παίρνει στα χέρια της. Πάει καιρός από τότε που το άνοιξε...

Κούκου! Ακούγεται το παλιό ρολόι του τοίχου. Στην πρώτη φωτογραφία βλέπει τον εαυτό της κι εκείνον πλάι της, ξαπλωμένους. Της πρότεινε να κοιμηθούν στην παραλία, καθώς ψηλαφούσε διστακτικά τις καμπύλες της, που χύνονταν πάνω σε βουναλάκια κόκκων ψιλής άμμου. Εκείνη δέχτηκε με λαχτάρα. Τα χείλη τους χόρευαν σφιχτά για ώρες και η σπίθα τους σιγόκαιγε το πάπλωμα της νύχτας. Μύριζε έρωτας. 

Κούκου! Ηχεί πάλι δυνατά σε όλο το σπίτι. "Αχ, Πρωτοχρονιά του 1990!", της φεύγει ένας αναστεναγμός, καθώς κοιτά την επόμενη φωτογραφία. Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο ο καρπός του έρωτά τους, το νεογέννητο μωράκι τους. Όπως η Παναγιά καμαρώνει τον Ιησού στη φάτνη, έτσι κι εκείνη για μήνες ξύπναγε μέσα στη νύχτα και χάζευε τη μικρή της. Θυμάται να αναβλύζει από ευγνωμοσύνη και χαρά, καθώς την κρατούσε αγκαλιά κι αποκοιμούνταν μαζί, αφού τη θήλαζε! Το πιο όμορφο δώρο που έλαβε ποτέ ήταν αυτό της μητρότητας. 

Κούκου! Λίγα χρόνια μετά, συνοδεύει την αδελφική της φίλη στο αεροδρόμιο. Ταξίδευε μόνιμα για το εξωτερικό. Καθώς έβλεπε το αεροπλάνο να απογειώνεται, ένιωσε ένα κρακ μέσα της, σαν αυτό που κάνει το φυτό που ξεριζώνεται. Ήταν ο πρώτος αποχωρισμός της ζωής της. Στο λαιμό της καρφώθηκε ένα κοκαλάκι απέραντης θλίψης και αδικίας. Το κοκαλάκι έμεινε εκεί για μήνες, μέχρι που πήρε μια γεύση γλυκιάς νοσταλγίας. 

Κούκου! Κάθε κραυγή του πουλιού και ένα πρόσωπο που πέρασε από τη ζωή της, που αγάπησε, εμπιστεύτηκε, τίμησε, νοιάστηκε. 

Κούκου! Άνθρωποι που ήρθαν, πορεύτηκαν μαζί της, έγραψαν στην ψυχή της. Άνθρωποι που την πρόδωσαν, την πλήγωσαν, την πόνεσαν. Ξεφυλλίζει γρήγορα...

Κούκου! Άλλοι έφυγαν δίχως να την αποχαιρετίσουν, άλλους τους έδιωξε. Ντροπή; Δειλία; Κανείς δεν ξέρει κι ούτε θα μάθει. 

Κούκου! Κάποια στιγμή ορκίστηκε να λέει "όχι", "ευχαριστώ" και "αντίο". 

Κούκου! Η ανεμελιά είχε για πάντα χαθεί. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο. 

Κούκου! Ο άντρας της πέθανε. Σκοτείνιασε μέσα της για καιρό.

Κούκου! Η κόρη της παντρεύτηκε.

Κούκου! Μόνη στο σπίτι. Ανάμεικτες γεύσεις στο τραπέζι της ζωής.

Κου...

Ξάφνου, σιωπή... Κοιτά σα χαμένη το σταματημένο ρολόι. Οι δείκτες κόλλησαν στο δώδεκα. Ο κούκος ακίνητος στη θέση του. Δεν προλαβαίνει να τον εξετάσει από κοντά. Ο ήχος του κουδουνιού αλλάζει την πορεία της. Αφήνει στο τραπέζι το άλμπουμ, φτιάχνει βιαστικά τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη κι ανοίγει την εξώπορτα με ανυπομονησία έφηβης. 

"Κούκου!", φωνάζει χαρούμενη στο μικρό αγόρι που στέκει μπροστά της κι εκείνο απαντά δυνατά "Τσα!". Αγκαλιάζονται και γύρω τους λιώνουν οι πάγοι. Ο χρόνος σταματά. Είναι ο εγγονός της. Ποιος είπε ότι ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη; Φέρνει την άνοιξη που φέρει μέσα του...


Ευγενία Δουβαρά




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...