Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις!

Στο κατώφλι. Ακριβώς εκεί. Στέκει και φοβάται να κοιτάξει πίσω. Ένα κομμάτι της φωνάζει να γυρίσει, αλλά ένα άλλο δεν ξέρει πού να πάει μετά, τι θα απογίνει. Πισωπατά. Δεν έχει κανέναν. Χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά. Με την άκρη του ματιού παίρνει μαζί τα τελευταία στιγμιότυπα περασμένων εποχών.

Στέκει στο κατώφλι παγωμένη. Ξάφνου, κάτι κινείται πάνω της. Ένα δάκρυ γεννιέται στη βρύση των ματιών της. Ξεκινά διστακτικά το ταξίδι του, κυλά, κάνει μια στάση κι ύστερα διασχίζει ορμητικά το μάγουλό της με έναν και μοναδικό στόχο, να νοτίσει το φανελάκι της. Και τον πετυχαίνει. Ακόμα κι αυτό το μοναχικό δάκρυ ξέρει γιατί δημιουργήθηκε. Όλα γύρω της δείχνουν να ξέρουν πού πάνε, όλα εκτός από εκείνη. Όσο το σκέφτεται, άλλο ένα δάκρυ πιο παχύ ετοιμάζεται να τρέξει, αλλά είναι λιγότερο τυχερό. Το σταματά. Είναι ώρα να φύγει. Το παλιό ρολόι, από τα ελάχιστα έπιπλα του διαμερίσματος που μένουν πίσω, χτυπά δυνατά. Δώδεκα ακριβώς.

Σέρνει τη βαλίτσα μέχρι την άκρη του διαδρόμου. Ύστερα, την κατεβάζει σκαλί σκαλί κάνοντας δυνατό θόρυβο. Κάθε χτύπος, ένα χτύπημα στην καρδιά της, μια πληγή. Φοβάται μήπως βγει κανένας γείτονας και τη βρίσει με τέτοιο σαματά. Πιο πολύ, όμως, φοβάται το αύριο. Συνεχίζει ακάθεκτη. Ας κάνει και μια φορά θόρυβο! Μέσα της γίνεται χαλασμός. Από παιδί το είχε αυτό, να μη δείχνει ποτέ τον πόνο που ένιωθε. Είχαν να το λένε. Ας κάνει θόρυβο, πολύ θόρυβο, για μια φορά! Για πρώτη και τελευταία…

Στο τέρμα της σκάλας προβάλλει η ξύλινη εξώπορτα. Τη σπρώχνει με δυσκολία και ακουμπά τη βαλίτσα στο μάρμαρο βγάζοντας βαθύ αναστεναγμό. Περνά ένα δευτερόλεπτο και να σου μια τρελή ιδέα! Χτυπά με μανία το πρώτο στην αριστερή στήλη κουδούνι. Είναι του γιατρού, του ψυχίατρου που παρακολουθούσε τη γιαγιά της. «Ποιος είναι;», ακούγεται η φωνή του ηλικιωμένου. «Κύριε Σταύρου, Πόπη εδώ. Η γιαγιά μου έρχεται σε σένα, επειδή της αρέσεις. Δε χρειάζεται φάρμακα, την παρέα σου θέλει. Μου είπε να μη στο πω». Σιγή από την άλλη πλευρά. Δεν κρατιέται και πιέζει με δύναμη το δεύτερο κουδούνι, της χήρας του ναυτικού. «Ναι;», απαντά η χήρα. «Πόπη εδώ. Είσαι η καλύτερη μαγείρισσα, κυρία Νίκη. Λατρεύω τις πίτες σου! Να΄σαι καλά!». «Κι εσύ, πουλάκι μου!», αποκρίνεται η χήρα με γλυκύτητα στη φωνή. Ένα ένα χτυπά όλα τα κουδούνια στη σειρά. «Κυρ Αποστόλη, εύχομαι ο νοικάρης από πάνω να μη σε αφήσει να κλείνεις μάτι τις νύχτες», «Μαρία, είσαι η μάνα που ποτέ δεν είχα. Σ’αγαπώ!», «Κυρ Θόδωρε, να μου προσέχεις τον Κούλη, να τον ταΐζεις πρωί και βράδυ και να μου φιλήσεις την κυρά Δήμητρα», «Μαουρίσιο, θα μου λείψουν τα πικάντικα φαγητά σου!», «Χάρη σε σένα, κυρ Φώτη, έχω μια τεράστια συλλογή από παραμύθια για να λέω στα παιδιά μου!», «Δεν υπάρχει στον πλανήτη πιο αγγελική φωνή από τη δικιά σου, Λεωνίδα!», «Ανάθεμα κι αν υπάρχει μεγαλύτερη κουτσομπόλα από εσένα κυρά Κατίνα. Έχεις το όνομα και τη χάρη!».

Για όλους έχει κάτι να πει. Κουδούνι και σχόλιο. Κουδούνι και σχόλιο. Χωρίς να περιμένει απάντηση. Χωρίς να την ενδιαφέρει. Κάποιοι της δίνουν ευχές, άλλοι σωπαίνουν προς στιγμήν κι ο κυρ Αποστόλης με τη γνωστή γκρίνια του. Έπειτα, με έναν τρόπο μαγικό αρχίζουν να μιλούν όλοι μαζί. Η Πόπη σαστισμένη παρακολουθεί τις φωνές που βγαίνουν από το θυροτηλέφωνο. Ο κυρ Φώτης με τον κυρ Θόδωρο ξεκινούν κουβέντα για την τιμή του πετρελαίου και πού θα φτάσει φέτος, η Μαρία με την κυρά Κατίνα διαφωνούν για το αν πρέπει τα μαγαζιά να είναι ανοιχτά τις Κυριακές, ο Μαουρίσιο κανονίζει να βγει με τον Λεωνίδα για ποτό και ο κυρ Αποστόλης κατσαδιάζει την κυρία Νίκη, γιατί λέει η μυρωδιά της σπανακόπιτάς της έχει ντουμανιάσει το φωταγωγό και το σαλόνι του. Η Βαβέλ συνεχίζεται για λίγη ώρα ακόμα, μέχρι που οι συνομιλίες κοπάζουν και η Πόπη βρίσκεται αμήχανη μπροστά στο άψυχο θυροτηλέφωνο με το δείχτη της να στοχεύει στο τελευταίο κουδούνι. «Παναγιώτης Π.» γράφει. Το πατά παρόλο το τρέμουλο. Απάντηση καμία…

Αχ, αυτή η ζωή της! Πάντα έτσι ήταν. Ένα άθροισμα στιγμών, που πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τη μια, βρισκόταν να ζει μια άλλη. Τόσα χρόνια έφυγαν σαν το νερό. Και βρέθηκε πάλι να αναρωτιέται. Άραγε την έμαθε κάποιος να καλωσορίζει την κάθε νέα στιγμή και να αποχαιρετά αυτή που τέλειωσε, αυτή που έφυγε; Της έμαθε κανείς να δέχεται τις απώλειες χωρίς να παθαίνει, χωρίς να διαλύεται; Τη δίδαξε κάποιος να δέχεται τις αλλαγές, τις νέες εποχές, χωρίς αγκομαχητά, χωρίς πανικούς και γκρίνιες; Όχι, όχι, όχι… Γιατί δε βρέθηκε στο διάβα της κάποιος να την πάρει από το χέρι και να την οδηγήσει με ασφάλεια, με πίστη και εμπιστοσύνη στο νέο και διαφορετικό; Γιατί; Γιατί σ’ αυτήν;Κι αυτός ο Παναγιώτης γιατί δεν απαντάει; Πού είναι; Γιατί ποτέ δεν είναι στο σωστό μέρος; Πότε θα πάψει να έχει αυτή τη μόνιμη αίσθηση απώλειας; Όλο νιώθει πως κάτι χάνει. Παιχνίδι του μυαλού; Ίσως. Ίσως το μυαλό της θέλει να γεμίσει το κενό που δημιουργείται μετά από κάθε αλλαγή. Ναι, μάλλον αυτό είναι. Η απώλεια δεν είναι κακό πράγμα.

Θυμήθηκε το καλοκαίρι που πέρασε… Μια μέρα μάζευε πέτρες στην παραλία. Μάζευε μέχρι που την είδε. Ήταν η ομορφότερη πέτρα. Την πήρε στα χέρια της. Καθώς έσκυψε παρακάτω για να πάρει ένα κοχύλι που της γυάλισε, της έπεσε η πέτρα. Δεν το έβαλε κάτω. Αποφάσισε να την ψάξει. Μάταια. Όμως, βρήκε μια άλλη και σε λίγο, είχε ξεχάσει την προηγούμενη. Βρήκε μια ακόμη, διαφορετικά όμορφη και αυτή τη χάρισε στον Παναγιώτη, τον Παναγιώτη Π.. Γοητεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Έχασε τον ύπνο της, την ησυχία της. Αποδιοργανωνόταν κάθε φορά που τον συναντούσε στην είσοδο, στη σκάλα της πολυκατοικίας ή στο κοντινό παντοπωλείο. Κάθε φορά αναρωτιόταν αν είναι όμορφη, αν είναι αρκετά όμορφη για εκείνον. Αυτό δεν είναι απώλεια; Είναι. Απώλεια της ηρεμίας της. «Η απώλεια είναι κακό πράγμα μόνο για όσο την αντιμετωπίζεις ως κακό», σκέφτηκε.

Παίρνει αποφασιστικά τη βαλίτσα και προχωρά. Το βλέμμα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο. Μια γνωστή φωνή ακούγεται από μακριά. «Πόπη! Πού πας;». Είναι εκείνος. «Φεύγω. Θα μείνω σε μια ξαδέρφη μου για λίγο καιρό, μέχρι να βρω δουλειά», του απαντά με συγκρατημένο χαμόγελο. Την κοιτά σαστισμένος. «Μπράβο! Δείχνεις να μην το βάζεις κάτω». Περνά ένα ολόκληρο λεπτό σιωπής, που εκείνη μετά βίας αντέχει. Επιτέλους, εκείνος αποδεικνύεται πιο θαρραλέος. «Ωραία όλα αυτά, αλλά δε θέλω να χαθούμε. Τι κάνεις το Σάββατο; Θέλεις να βγούμε;».

Για άλλη μια φορά, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Αυτή η απώλεια, όμως, είναι η καλύτερη από όλες!


Ευγενία Δουβαρά


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ου φονεύεις...τον έρωτα για ζωή!

Βλέπεις μόνο το γκρι του ουρανού,  χάνεις το νόημα του τραγουδιού,  μετράς της θάλασσας τα κύματα, σαλπάρεις με ληγμένα αισθήματα. ...